μπαούλο

μπαούλο
το
1. ξύλινο ή μεταλλικό κιβώτιο που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη κυρίως ενδυμάτων αλλά και, γενικά, οικιακών σκευών, σεντούκι, κασέλα
2. μτφ. (για πρόσωπα) α) υπερβολικά παχύς («από το πολύ φαΐ έγινε μπαούλο»)
β) ανόητος άνθρωπος, κούτσουρο («έχει πάρει δύο πτυχία αλλά παραμένει μπαούλο»)
3. στον πληθ. τα μπαούλα
οι αποσκευές («κάνω τα μπαούλα μου για το εξωτερικό» — ετοιμάζω τις αποσκευές μου για να ταξιδέψω στο εξωτερικό)
4. φρ. α) «πήρε τα μπαούλα του» — απολύθηκε από την εργασία του
β) «μπαούλο θέρμανσης»
τεχνολ. συσκευή θέρμανης και εξαερισμού εσωτερικών χώρων, με την οποία ο αέρας τού εξωτερικού περιβάλλοντος αναρροφάται από ανεμιστήρα, θερμαίνεται από εναλλάκτη θερμότητας, φιλτράρεται και προσάγεται στον εσωτερικό χώρο
γ) «τόν έκανε μπαούλο στο ξύλο» — τόν ξυλοφόρτωσε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. baul].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπαούλο — το (λ. ιταλ.) 1. κιβώτιο όπου φυλάσσονται ενδύματα ή άλλα οικιακά σκεύη, το σεντούκι. 2. στον πληθ., τα μπαούλα οι αποσκευές. 3. φρ., «Παίρνω τα μπαούλα μου», φεύγω, αναχωρώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αχάνη — ἀχάνη, η (Α) 1. περσικό και βοιωτικό μέτρο ισοδύναμο με 45 μεδίμνους 2. κιβώτιο, κουτί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. < (ακκαδ.) hanū < (αιγυπτ.) hn «κιβώτιο, μπαούλο»] …   Dictionary of Greek

  • κασέλα — η (Μ κασέλα) κιβώτιο επίμηκες και βαθύ όπου φυλάγονται κυρίως τα είδη ρουχισμού, σεντούκι, μπαούλο νεοελλ. (στα ελαιοτριβεία) δοχείο μέσα στο οποίο χύνεται από το πιεστήριο το λάδι ανάμικτο με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. > ιταλ. cass ela (υποκορ. τού… …   Dictionary of Greek

  • κιβώτιο — το (ΑΜ κιβώτιον, Μ και κιβώτιν) μεγάλη ή μικρή θήκη από ξύλο ή άλλο υλικό σχήματος ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, με κάλυμμα επίπεδο ή κυρτό, στην οποία φυλάσσονται ή τοποθετούνται για μεταφορά τρόφιμα, εμπορεύματα, ρούχα κ.ά. αντικείμενα, κουτί,… …   Dictionary of Greek

  • κράτημα — το (AM κράτημα, Μ και κράτημαν) [κρατώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κρατώ, το βάσταγμα, το πιάσιμο (α. «μέ κούρασε τόσες ώρες το κράτημα τών βιβλίων» β. «οἱ δὲ περὶ τὸ κράτημα τῆς χειρός», Πρόκλ.) 2. αυτό από το οποίο κρατάει κάποιος κάτι …   Dictionary of Greek

  • μπαουλάς — ο [μπαούλο] κατασκευαστής ή πωλητής μπαούλων …   Dictionary of Greek

  • ξεκλειδώνω — 1. ανοίγω κάτι κλειδωμένο χρησιμοποιώντας κλειδί («ξεκλείδωσα την πόρτα») 2. (ενεργ. και μέσ.) ανοίγομαι με κλειδί (α. «ξεκλειδώνει δύσκολα το μπαούλο» β. «δεν ξεκλειδώνεται εύκολα το ντουλάπι») 3. παραλύω, εξαρθρώνω 4. ναυτ. βγάζω τον πίρο… …   Dictionary of Greek

  • ρίσκος — ὁ, Α 1. κιβώτιο, θήκη («ῥίσκος ὁ τά ἀργυρώματα έχων καὶ τὸ πρόχειρον ἀργύριον», Φώτ.) 2. μπαούλο ταξιδιού, ιματιοθήκη («ῥίσκον χωροῡντα ὅσον στολὰς δέκα», πάπ.) 3. σαρκοφάγος 4. (κατά τον Ησύχ.) «ῥίσκοι εἶδός τι μυιῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ.… …   Dictionary of Greek

  • σεντούκι — το / σεντούκιν, ΝΜ κιβώτιο για φύλαξη ενδυμάτων, ιδίως ασπρόρουχων, αλλ. μπαούλο, κασέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκ. sanduk < sandic] …   Dictionary of Greek

  • φορτσέρι — το, Ν (ιδιωμ. τ.) σεντούκι, μπαούλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. forziere «σεντούκι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”